αβακίσκος

αβακίσκος
ἀβακίσκος, ο (Α) [άβακας]
1. μικρή πέτρα ή ψήφος κατάλληλη για ψηφιδωτό
2. το ίδιο το ψηφιδωτό ή μέρος του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀβακίσκοις — ἀβακίσκος small stone for inlaying masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άβακας — I Αρχιτεκτονικό στοιχείο, χαρακτηριστικό των αρχαίων ρυθμών: η πέτρινη ή μαρμάρινη, τετράγωνη, πολυγωνική ή κυκλική πλάκα, που είναι τοποθετημένη επάνω από το κιονόκρανο. Μικρού πάχους κατά την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα, αποκτά μεγαλύτερο ύψος στη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”